Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπλέκτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπλέκτης ο [simbléktis] Ο10 : μηχανισμός που αποσυνδέει προσωρινά και επανασυνδέει προοδευτικά τον κινητήρα με τα υπόλοιπα μέρη του συστήματος που μεταδίδει την κίνηση: Mε το συμπλέκτη μεταδίδεται η κίνηση στο κιβώτιο ταχυτήτων. Πατάω / αφήνω το συμπλέκτη, το πεντάλ του συμπλέκτη.

[λόγ. συμπλέκ(ω) -της μτφρδ. γερμ. Kupplung]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go