Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπιεστής ο [simbiestís] Ο7 : μηχάνημα με το οποίο συμπιέζεται κτ.: ~ αερίων, που αυξάνει την πίεση των αερίων και μειώνει τον όγκο τους.
[λόγ. συμπιεσ- (συμπιέζω) -τής μτφρδ. γαλλ. compresseur]