Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπιεστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπιεστής ο [simbiestís] Ο7 : μηχάνημα με το οποίο συμπιέζεται κτ.: ~ αερίων, που αυξάνει την πίεση των αερίων και μειώνει τον όγκο τους.

[λόγ. συμπιεσ- (συμπιέζω) -τής μτφρδ. γαλλ. compresseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες