Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπαραστάτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαραστάτης ο [simbarastátis] Ο10 θηλ. συμπαραστάτρια [simbara státria] Ο27 : αυτός που βοηθάει, που συμπαραστέκεται σε κπ.: Ο στρατός είχε συμπαραστάτη ολόκληρο το έθνος. Θα με βρεις συμπαραστάτη σε κάθε προσπάθειά σου.

[λόγ. < αρχ. συμπαραστάτης· λόγ. συμπαραστά(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go