Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπαραγωγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαραγωγός ο [simbaraγoγós] Ο17 θηλ. συμπαραγωγός [simbaraγoγós] Ο34 : αυτός που συνεργάζεται με άλλον ή με άλλους για την παραγωγή ενός προϊόντος, ενός έργου κτλ.: ~ μιας κινηματογραφικής ταινίας.

[λόγ. συμ- (δες συν-) παραγωγός κατά το συμπαραγωγή· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες