Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαθών -ούσα -ούν [simbaθón] Ε12β : (λόγ., κυρ. ως ουσ.) χαρακτηρισμός ατόμου που δέχεται κάποια ιδεολογία, συνήθ. κομματική, χωρίς όμως να είναι οπαδός της.
[λόγ. μεε. του συμπαθώ μτφρδ. γαλλ. sympatisant (< sympathiser < sympathie < αρχ. συμπάθεια)]



