Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαθάω [simbaθáo] Ρ10.1α (συνήθ. στην προστ.) : (λαϊκότρ.) συγχωρώ: Συμπάθα με / συμπαθάτε με, αν σας στενοχώρησα. Aς με συμπαθήσουν οι φίλοι μου, αν έφταιξα σε κάτι.
[αρχ. συμπαθ(ῶ) μεταπλ. -άω]



