Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπαγής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαγής -ής -ές [simbajís] Ε10 : 1.για σώμα που αποτελείται από στοιχεία αδιάσπαστα ενωμένα, έτσι ώστε η μάζα του να είναι πυκνή και αδιαπέραστη: Tο τσιμέντο όταν βραχεί γίνεται συμπαγές. ~ μάζα. Συμπαγές σώ μα / υλικό. || Συμπαγές κτίριο, με μεγάλη αρχιτεκτονική ενότητα. 2. (μτφ.) για ομάδα ατόμων που συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς, που είναι ομοιογενείς και αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο: Tο κόμ μα απέφυγε τη διάσπαση και παρέμεινε συμπαγές. Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί κατοίκησαν τα παράλια της Mικράς Aσίας.

[λόγ. < αρχ. συμπαγής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go