Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμετοχικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμμετοχικός -ή -ό [simetoxikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συμμετοχή: Συμμετοχική εταιρεία, η αφανής. Συμμετοχικό κεφάλαιο, με το οποίο συμμετέχει κάποιος σε μια εταιρεία.

[λόγ. συμμετοχ(ή) -ικός απόδ. γαλλ. participation (aux bénéfices)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες