Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμμετοχικός -ή -ό [simetoxikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συμμετοχή: Συμμετοχική εταιρεία, η αφανής. Συμμετοχικό κεφάλαιο, με το οποίο συμμετέχει κάποιος σε μια εταιρεία.
[λόγ. συμμετοχ(ή) -ικός απόδ. γαλλ. participation (aux bénéfices)]



