Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμμαζεμός ο [simazemós] Ο17 : συμμάζεμα, στην έκφραση κάποιος / κτ. δεν έχει συμμαζεμό, δε συμμαζεύεται: Aυτό το κορίτσι δεν έχει συμμαζεμό. Συμμαζεμό δεν έχει το σπίτι, έτσι που το αναστάτωσες.
[συμμαζεύ(ω) -μός με αποβ. του [v] πριν από [m] ]



