Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμαζεμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμμαζεμός ο [simazemós] Ο17 : συμμάζεμα, στην έκφραση κάποιος / κτ. δεν έχει συμμαζεμό, δε συμμαζεύεται: Aυτό το κορίτσι δεν έχει συμμαζεμό. Συμμαζεμό δεν έχει το σπίτι, έτσι που το αναστάτωσες.

[συμμαζεύ(ω) -μός με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες