Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμβολαιογραφικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβολαιογραφικός -ή -ό [simvoleoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συμβολαιογράφο, που γίνεται από αυτόν ή που ανήκει σε αυτόν: Συμβολαιογραφική πράξη. Συμβολαιογραφικό έγγραφο / αρχείο. Συμβολαιογραφικό γραφείο, συμβολαιογραφείο. || (ως ουσ.) τα συμβολαιογραφικά, τα έξοδα για τη σύνταξη συμβολαίου και η αμοιβή του συμβολαιογράφου. συμβολαιογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. συμβολαιογράφ(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go