Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβατός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβατός -ή -ό [simvatós] Ε1 : (επιστ.) που ταιριάζει με κτ. άλλο: ~ υπολογιστής, που δέχεται προγράμματα της IBM. Kαταστάσεις του οργανισμού που δεν είναι συμβατές με τη ζωή. Mόσχευμα συμβατό, που ταιριάζει στο λήπτη.

[λόγ. < ελνστ. συμβατός `πιθανός να συμβεί΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. compatible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες