Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβατικός -ή -ό [simvatikós] Ε1 : 1.που απορρέει από κάποια σύμβαση ή που καθορίζεται με σύμβαση. α. που έχει σχέση με τη σύμβαση1: Συμβατικές απαιτήσεις / υποχρεώσεις. Συμβατικοί δασμοί. (νομ.) συμβατικό δίκαιο, που καθορίζει τις μεταξύ των κρατών σχέσεις. β. που έχει σχέση με τη σύμβαση2: H 25η Mαρτίου 1821 είναι η συμβατική χρονολογία της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης. (αστρον.) συμβατική ώρα, που ισχύει σε μια χώρα, ανάλογα με τη γεωγραφική θέση της. 2α. που ακολουθεί τις κοινωνικές συμβάσεις και που χαρακτηρίζεται συνήθ. από έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου και ειλικρίνειας: Συμβατική ηθική. Συμβατικά ψέματα. ~ γάμος. Συμβατικές σχέσεις. β. που ακολουθεί κάποιο καθιερωμένο τύπο και που χαρακτηρίζεται συχνά από έλλειψη πρωτοτυπίας: Στο κινέζικο θέατρο τα κοστούμια είναι συμβατικά. Συμβατικοί τύποι κατοικίας. || Aυτοκίνητα με συμβατικούς αριθμούς, κανονικούς, όχι ειδικούς. 3. για κτ. που κατασκευάζεται με την παραδοσιακή, κλασική τεχνολογία: Συμβατικά όπλα, σε αντιδιαστολή προς τα ατομικά ή βιολογικά όπλα. ~ πόλεμος, που διεξάγεται με συμβατικά όπλα. Συμβατικά αυτοκίνητα ή αυτοκίνητα συμβατικής τεχνολογίας, σε αντιδιαστολή προς αυτά που καίνε αμόλυβδη βενζίνη. συμβατικά ΕΠIΡΡ α. σύμφω να με κάποια σύμβαση: H Ελλάδα είναι ενταγμένη ~ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. β. τυπικά, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: Zουν ~.

[λόγ. < αρχ. συμβατικός `που οδηγεί σε συμφωνία΄ σημδ. γαλλ. conventionnel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες