Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλεκτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συλλεκτικός -ή -ό [silektikós] Ε1 : I1.που έχει σχέση με το συλλέκτη: Συλλεκτική εταιρεία. 2. που είναι κατάλληλος για να αποτελέσει μέρος συλλογής1II1: Συλλεκτικά αντικείμενα. II. που είναι κατάλληλος για συλλογή, συγκομιδή: Συλλεκτικές μηχανές για βαμβάκι.

[λόγ. < ελνστ. συλλεκτικός `που συγκεντρώνει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες