Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλειτουργώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συλλειτουργώ [siliturγó] Ρ10.9α : 1.για κληρικό που λειτουργεί με άλλον ή με άλλους κληρικούς. 2. για κπ. ή για κτ. που λειτουργεί, που ασκεί κάποια δράση ή επίδραση μαζί με κπ. ή με κτ. άλλο.

[λόγ. < ελνστ. συλλειτουργῶ (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες