Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συκοφαντώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφαντώ [sikofandó] -ούμαι Ρ10.9 : διαδίδω κατηγορίες εις βάρος κάποιου, ενώ γνωρίζω ότι δεν είναι αληθινές ή χρησιμοποιώ ψεύτικα στοιχεία για να του προξενήσω ηθική βλάβη: Tον συκοφάντησαν ότι έκανε καταχρήσεις. Συκοφαντήθηκε ως προδότης. Ήταν ένας συκοφαντημένος ήρωας. Εφαρμόζει την αρχή του Γκέμπελς, «Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι θα μείνει». || παρουσιάζω κτ. διαστρεβλωμένο για να το καταπολεμήσω: Συκοφαντήθηκε ο χριστιανισμός / το εργατικό κίνημα.

[λόγ. < αρχ. συκοφαντῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες