Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συκοφαντικός -ή -ό [sikofandikós] Ε1 : που έχει το χαρακτήρα της συκοφαντίας, που γίνεται για να συκοφαντηθεί κάποιος: Tον μήνυσε / καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση. Έκανε μια συκοφαντική εκστρατεία εναντίον του πολιτικού αντιπάλου του. Tο δημοσίευμα είναι συκοφαντικό.
συκοφαντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συκοφαντικός]



