Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συκοφάγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφάγος ο [sikofáγos] Ο18 : αυτός που τρώει πολλά σύκα. 1. ονομασία μικρού αποδημητικού πτηνού. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου που του αρέσουν πολύ τα σύκα.

[ελνστ. συκοφάγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go