Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγχρονίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγχρονίζω [siŋxronízo] -ομαι Ρ2.1 : ρυθμίζω την κίνηση δύο ή περισσότερων συστημάτων ή τη ροή διαδικασιών, έτσι ώστε να συμπίπτουν χρονικά ή να εναλλάσσονται σε σταθερά χρονικά διαστήματα: ~ την εικόνα με τον ήχο, σε κινηματογραφική ταινία. Ο βηματισμός συγχρονίζεται με τη μουσική. Συγχρονισμένες κινήσεις. ANT ασυγχρόνιστες.

[λόγ. < ελνστ. συγχρονίζω `είμαι σύγχρονος με κπ.΄ σημδ. γαλλ. synchroniser < synchrone = σύγχρον(ος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go