Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκύριος ο [singírios] Ο19 : (νομ.) αυτός που έχει την κυριότητα ενός πράγματος μαζί με άλλους.
[λόγ. συγ- (δες συν-) κύριος μτφρδ. γαλλ. copropriétaire]



