Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκρατημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκρατημένος -η -ο [siŋgratiménos] Ε3 μππ. του συγκρατώ : που δεν τον έχουν αφήσει να εκδηλωθεί, να εξωτερικευτεί: Συγκρατημένα νεύρα / δάκρυα. ~ θυμός / πόνος. || που δεν αφήνεται να εκδηλωθεί πλήρως, επιφυλακτικός: Είναι ~ σε ό,τι λέει. Tο αγοραστικό κοινό είναι συγκρατημένο. Συγκρατημένο χαμόγελο. Συγκρατημένη αισιοδοξία. συγκρατημένα ΕΠIΡΡ: Tο κοινό αντέδρασε ~.

[λόγ. < συγκεκρατημένος μππ. του συγκρατώ με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες