Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγκοινωνία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκοινωνία η [singinonía] Ο25 : η κίνηση οχημάτων, η μεταφορά κυρίως ανθρώπων αλλά και αγαθών από έναν τόπο σε έναν άλλο και τα μέ σα που την εξυπηρετούν: Aεροπορική / σιδηροδρομική / οδική / θαλάσσια ~. Aστική / υπεραστική ~. Διακόπτεται / αποκαθίσταται η ~. Άλλοτε πάω με τα πόδια και άλλοτε με τη ~. || (πληθ.) η οργανωμένη μεταφορά κυρίως ανθρώπων αλλά και αγαθών με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων μέσων: Θαλάσσιες / χερσαίες / εναέριες ~. Οργανισμός Aστικών Συγκοινωνιών.

[λόγ. < μσν. συγκοινωνία `συμμετοχή΄ < αρχ. συγκοινων(ῶ) -ία κατά το σχ.: κοινωνώ - κοινωνία σημδ. γαλλ. commu nication]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκοινωνιακός -ή -ό [singinoniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στις συγκοινωνίες: Συγκοινωνιακά μέσα. Συγκοινωνιακή πολιτική / οικονομία. Συγκοινωνιακό δίκαιο / κόστος. ~ κόμβος.

[λόγ. συγκοινω νί(α) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go