Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκληρονομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκληρονομώ [siŋglironomó] -ούμαι Ρ10.9 : κληρονομώ κτ. από κοινού με έναν ή με περισσότερους άλλους κληρονόμους.

[λόγ. < ελνστ. συγκλη ρονομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες