Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκληροδόχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκληροδόχος ο [siŋgliroδóxos] Ο18 θηλ. συγκληροδόχος [siŋgliroδó xos] Ο35 : αυτός που μετέχει σε μια κληροδοσία μαζί με άλλους και στη σχέ ση του με αυτούς.

[λόγ. συγ- (δες συν-) κληροδόχος μτφρδ. γαλλ. colégataire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες