Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκινητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκινητικός -ή -ό [singinitikós] Ε1 : που προξενεί συγκίνηση: Συγκινητικά λόγια. Συγκινητικό ενδιαφέρον. Zήσαμε συγκινητικές στιγμές. Tης επιφύλαξαν συγκινητική υποδοχή. συγκινητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συγκινητικός `που κινεί΄ & σημδ. γαλλ. émouvant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες