Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκινημένος -η -ο [singiniménos] Ε3 μππ. του συγκινώ : που κατέχεται από συγκίνηση: Είμαι πολύ / βαθιά / ιδιαίτερα / ειλικρινά ~.
συγκινημένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~. [λόγ. < ελνστ. συγκεκινημένος μππ. του αρχ. συγκινῶ, με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]



