Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκινημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκινημένος -η -ο [singiniménos] Ε3 μππ. του συγκινώ : που κατέχεται από συγκίνηση: Είμαι πολύ / βαθιά / ιδιαίτερα / ειλικρινά ~. συγκινημένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[λόγ. < ελνστ. συγκεκινημένος μππ. του αρχ. συγκινῶ, με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες