Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγκεράζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκεράζω [singerázo] -ομαι Ρ2.1 : συνθέτω, συνδυάζω αντιθέσεις ή διαφορές (με πνεύμα συμβιβασμού, μετριασμού): Επιχειρώ / καταφέρνω να συγκεράσω τις αντίθετες απόψεις / προτάσεις.

[λόγ. < ελνστ. συγκερ(ῶ) (αρχ. συγκεράννυμι) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. συγκερασ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go