Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκεντρωτισμός ο [singendrotizmós] Ο17 : τύπος, σύστημα (πολιτικής, διοικητικής κτλ.) οργάνωσης, όπου οι εξουσίες (και οι αποφάσεις) απορρέουν και ασκούνται από ένα (διοικητικό, ηγετικό κτλ.) κέντρο: Kρατικός / κομματικός / οικονομικός ~.
[λόγ. συγκεντρωτ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. concentrisme]