Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκεκριμενοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκεκριμενοποιώ [singekrimenopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. να γίνει συγκεκριμένο, ορίζω κτ. με σαφήνεια και ακρίβεια: ~ τους στόχους / τις προτάσεις / τους όρους μου.

[λόγ. συγκεκριμέν(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. concrétiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες