Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκεκριμενοποίηση η [singekrimenopíisi] Ο33 : η ενέργεια, η διαδικασία με την οποία κτ. γίνεται συγκεκριμένο, ο σαφής και ακριβής καθορισμός: Aπαιτείται ~ των στόχων / των ενεργειών / των προτάσεων.
[λόγ. συγκεκριμενοποιη- (συγκεκριμενοποιώ) -σις > -ση]



