Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκεκαλυμμένος -η -ο [singekaliménos] Ε3 : (λόγ.) συγκαλυμμένος.
συγκεκαλυμμένα & συγκεκαλυμμένως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. συγκεκαλυμμένος μππ. του αρχ. συγκαλύπτω· λόγ. συγκεκαλυμμέν(ος) -ως]



