Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκατοχή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκατοχή η [siŋgatoxí] Ο29 : κατοχή ενός πράγματος από κοινού με κπ. άλλο ή άλλους.

[λόγ. συγ- (δες συν-) κατοχή μτφρδ. γαλλ. copossession]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες