Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκαταβατικός -ή -ό [siŋgatavatikós] Ε1 : 1.(για άνθρ.) που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από συγκατάβαση. 2. που ενέχει συγκατάβα ση, που γίνεται με συγκατάβαση: Συγκαταβατικό χαμόγελο. Συγκαταβατική αντιμετώπιση.
συγκαταβατικά ΕΠIΡΡ: Xαμογέλασε ~. [λόγ. < ελνστ. συγκαταβατικός]



