Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συγκαλύπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκαλύπτω [siŋgalípto] -ομαι Ρ4 μππ. συγκαλυμμένος* : αποκρύπτω, αποσιωπώ κτ. σκοπίμως, ώστε να μην αποκαλυφθεί: ~ την αλήθεια / το σκάνδαλο. Προσπάθησαν να συγκαλύψουν την αποτυχία τους.

[λόγ. < αρχ. συγκαλύπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go