Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκάτοχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκάτοχος ο [siŋgátoxos] Ο19 θηλ. συγκάτοχος [siŋgátoxos] Ο36 : αυτός που κατέχει κτ. από κοινού με κπ. άλλο ή άλλους.

[λόγ. συγ- (δες συν-) κάτοχος μτφρδ. γαλλ. copossesseur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες