Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγγνωστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγγνωστός -ή -ό [siŋγnostós] Ε1 : (λόγ.) που πρέπει, που μπορεί ή που αξίζει να συγχωρεθεί: Συγγνωστό σφάλμα. Συγγνωστή πλάνη.

[λόγ. < αρχ. συγγνωστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες