Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στόχευση η [stóxefsi] Ο33 : η ενέργεια του στοχεύω. 1. το σημάδεμα του στόχου· σκόπευση. 2. (μτφ.) το να βάζει κάποιος κτ. ως στόχο των επιδιώξεων, των προσπαθειών του.
[λόγ. στοχεύ(ω) -σις > -ση]



