Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στόμαχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στόμαχος ο [stómaxos] Ο19 : (λόγ., ανατ., ιατρ.) το στομάχι: H καρδιακή μοίρα του στομάχου. Παθήσεις του στομάχου, στομαχικές παθήσεις. Έλκος / διάτρηση του στομάχου. Πλύση του στομάχου.

[λόγ. < ελνστ. στόμαχος, αρχ. σημ.: `λαιμός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go