Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στυπτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στυπτικός -ή -ό [stiptikós] Ε1 : που επιφέρει συστολή11. || (φαρμ.) που προκαλεί ελάττωση διάφορων παθολογικών εκκρίσεων: Στυπτικά φάρμακα για την ευκοιλιότητα. Ουσίες με στυπτικές ιδιότητες.

[λόγ. < αρχ. στυπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες