Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στυλίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στυλίτης ο [stilítis] Ο10 : (εκκλ.) ασκητής της ορθόδοξης εκκλησίας που ζούσε (σε ειδική κατασκευή) επάνω σε στύλο.

[λόγ. < ελνστ. στυλίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες