Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρωματογραφία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρωματογραφία η [stromatoγrafía] Ο25 : 1.(γεωλ.) επιστημονικός κλάδος που μελετάει τα πετρώματα των διάφορων στρωμάτων του στερεού φλοιού της γης. 2. (μτφ.) η αποτύπωση και η μελέτη στρωμάτωνII2: H μελέτη της στρωματογραφίας της ελληνικής κοινωνίας. H ~ της γερμανικής ποίησης.

[λόγ. στρωματ- (στρώμα) -ο- + -γραφία μτφρδ. γαλλ. strati graphie (-graphie = -γραφία)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go