Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρωματέξ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρωματέξ το [stromatéks] Ο (άκλ.) : το στρώμα που είναι μόνιμα προσαρμοσμένο επάνω σε κρεβάτι: Mονό / διπλό ~.

[στρωματ- (στρώμα) -έξ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go