Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στρωμάτωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρωμάτωση η [stromátosi] Ο33 : η διάταξη, ο διαχωρισμός σε στρώματαII. || (γεωπ.) η τοποθέτηση σπόρων ή μοσχευμάτων κατά στρώματα. || (κοινων.) διαστρωμάτωση.

[λόγ. στρωματ- (στρώμα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. stratification]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go