Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στροφαλοφόρος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στροφαλοφόρος -ος / -α -ο [strofalofóros] Ε14 : που έχει έναν ή περισσότερους στροφάλους: ~ άξονας. || (ως ουσ.) ο στροφαλοφόρος, ο στροφαλοφόρος άξονας.

[λόγ. στρόφαλ(ος) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες