Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρογγύλεμα το [strongílema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρογγυλεύω: Tο ~ των γωνιών / του σώματος / του ποσού.
[στρογγυλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]



