Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στρογγυλοκάθομαι [strongilokáθome] Ρ (βλ. κάθομαι) : (ειρ.) 1. κάθομαι κάπου με άνεση ή και για μακρό χρόνο: Στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα και δε λέει να σηκωθεί. Ο νεαρός στρογγυλοκαθόταν στη θέση του λεωφορείου, ενώ αρκετοί ηλικιωμένοι στέκονταν όρθιοι. 2. παραμένω κάπου για μακρό χρόνο, περισσότερο του αναμενόμενου ή του κανονικού: Xωρίς να τον καλέσουμε, ήρθε και στρογγυλοκάθισε στο σπίτι μας.
[στρογγυλ(ά) -ο- + κάθομαι]



