Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στροβοσκοπία η [strovoskopía] Ο25 : (τεχνολ.) η εξέταση της περιοδικής κίνησης (κυρ. περιστροφής ή δόνησης) ενός σώματος μέσο του φωτισμού του με βραχείας διάρκειας αναλαμπές ορισμένης συχνότητας.
[λόγ. < γαλλ. stroboscopie < stroboscop(e) = στροβοσκόπι(ο) -ie = -ία]



