Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στροβιλοαντιδραστήρας ο [stroviloandiδrastíras] Ο2 : (τεχνολ.) μηχανή που παράγει ώση εκβάλλοντας θερμά καυσαέρια με υψηλή ταχύτητα.
[λόγ. στρόβιλ(ος)1 -ο- + αντιδρασ(τήρ) -τήρας μτφρδ. αγγλ. turbo-jet]



