Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στριφώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριφώνω [strifóno] -ομαι Ρ1 : διπλώνω και ράβω τις άκρες ενός υφάσματος (ενδύματος κτλ.), για να μην ξεφτίσουν: ~ το παντελόνι / τη φούστα.

[μσν. στρίφ(ω) (δες στο στριφογυρίζω) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go