Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στριφτάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριφτάρι το [striftári] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ο καθένας από τους περιστρεφόμενους μικρούς μοχλούς με τους οποίους ρυθμίζεται το τέντωμα των χορδών μουσικού οργάνου· κλειδίII2. 2. εξάρτημα της πετονιάς, που εμποδίζει το μπέρδεμα του νήματός της κατά το ψάρεμα.

[στριφτ(ός) -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες