Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στριφογύρισμα το [strifojírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στριφογυρίζω: Tο ~ των χορευτών στην πίστα. || Πες μου τη γνώμη σου χωρίς στριφογυρίσματα, χωρίς υπεκφυγές, απερίφραστα.
[στριφογυρισ- (στριφογυρίζω) -μα]



